Σιλεντιάριοι

Σιλεντιάριοι
Σιλεντιάριος
who looked to the quiet
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σιλεντιάριος — ὁ, ΜΑ, και σελεντάριος Μ αξιωματούχος τής Αυλής στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, επιφορτισμένος με την τήρηση τής ησυχίας κατά την παρουσία τού αυτοκράτορα («σιλεντιάριοι, οἱ βασιλεῑ ἐν παλατίῳ τὰ εἰς τὴν ἡσυχίαν ὑπηρετοῡντες», Προκ.). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • σιλεντιαρίκιον — και σελενταρίκιν, τὸ, Μ προθάλαμος στο παλάτι όπου παρέμεναν οι σιλεντιάριοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιλεντιάριος + κατάλ. ίκιον (< λατ. icium)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”